- κεκοσμημένον
- κοσμέωorderperf part mp masc acc sgκοσμέωorderperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
насыщеныи — (3*) прич. страд. прош. Сытый: взлюблѧхуть и нѣчто ѥже на сласть доблии на долзѣ стражюще. и нужны(х) не насыщени суще. (ἐπικορεῖς) ГБ XIV, 144а; || пресытившийся. В роли с.: горе вамъ насыщенымъ. ˫ако взалкати имате. и вжадати. ИларПосл XI сп.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καυσία — καυσία, ἡ (Α) [καύσος] ελαφρό, λευκό, πλατύγυρο κάλυμμα τού κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για προφύλαξη από τον ήλιο («κρηπῑσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
νυμφώνας — ο (Α νυμφών) 1. ο θάλαμος τών νεονύμφων, νυφικός θάλαμος, νυφικό δωμάτιο 2. μτφ. η Εκκλησία («τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτἡρ μου, κεκοσμημένον», Ακολ. Μεγ. Δευτ.) αρχ. 1. ναός τού Διονύσου, τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης 2. είδος νούφαρου 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek